τελειόφοιτος

τελειόφοιτος
-η, -ο, Ν
1. μαθητής ή σπουδαστής που έχει τελειώσει τη φοίτηση σε μέση, ανώτερη ή ανώτατη σχολή
2. μαθητής ή σπουδαστής που βρίσκεται στο τελευταίο έτος τών σπουδών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -φοιτος (< φοιτώ) πρβλ. από-φοιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Π. Αραβαντινό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελειόφοιτος — η, ο αυτός που φοιτά στο τελευταίο έτος κάποιου σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”