- τελειόφοιτος
- -η, -ο, Ν1. μαθητής ή σπουδαστής που έχει τελειώσει τη φοίτηση σε μέση, ανώτερη ή ανώτατη σχολή2. μαθητής ή σπουδαστής που βρίσκεται στο τελευταίο έτος τών σπουδών του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -φοιτος (< φοιτώ) πρβλ. από-φοιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Π. Αραβαντινό].
Dictionary of Greek. 2013.